πολυόμματος — many eyed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυόμματον — πολυόμματος many eyed masc/fem acc sg πολυόμματος many eyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυομμάτου — πολυόμματος many eyed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυομμάτων — πολυόμματος many eyed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυόμματα — πολυόμματος many eyed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυόμματε — πολυόμματος many eyed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мъногоочитыи — (8*) пр. Многоокий, многоглазый (о херувимах и серафимах): начала || и власти г҃ьстви˫а слѹжѧть б҃ѹ прѣдъсто˫аще хѣвимъ [так!] серафимъ многоѡчитии трест҃ѹю пѣ(с) приносѧть ти. СбЯр XIII, 204–204 об.; мира просвѣти хѣровимъ серафимъ многоѡчитии.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μυριόμματος — μυριόμματος, ον (Α) αυτός που έχει πάρα πολλά μάτια, πολυόμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + όμματος (< ὄμμα, ὄμματος)] … Dictionary of Greek
ομματόπλουτος — ὀμματόπλουτος, ον (Μ) πλούσιος σε οφθαλμούς, πολυόμματος («ἡ τῶν Χερουβὶμ ὀμματόπλουτος φύσις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, ατος + πλουτος (< πλοῦτος), πρβλ. ανδρό πλουτος] … Dictionary of Greek
όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… … Dictionary of Greek